Την ίδια περίοδο πρωταγωνιστεί σε ακόμη δύο ταινίες που έφτασαν να κερδίσουν υποψηφιότητες σε διεθνή φεστιβάλ, αλλά και στα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Τόσο στα «Κόκκινα Φανάρια» του Μιχάλη Κούνδουρου, που για πολλούς θεωρείται η κορυφαία ερμηνεία της καριέρας του, όσο και στο «Αμέρικα, Αμέρικα» που το υπέγραφε ο παγκοσμίου φήμης ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης, Ελίας Καζάν! Η ταινία κέρδισε ένα Όσκαρ (είχε 4 υποψηφιότητες) αλλά και Χρυσή Σφαίρα, ενώ την επόμενη χρονιά κιόλας, ο Φούντας είχε την τιμή να συμμετάσχει –και μάλιστα σε σημαντικό ρόλο- σε άλλη μια ιστορική ταινία και συγκεκριμένα στον θρυλικό «Ζορμπά», ακόμα ένα φιλμ που έφτασε μέχρι το κόκκινο χαλί του Kodak Theatre!
Με τέτοιο βιογραφικό δεν φαίνεται παράξενο να εξετάστηκε η περίπτωσή του για τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ το 1969. Ο Σον Κόνερι ήθελε να σταματήσει και οι παραγωγοί έψαχναν τον επόμενο ηθοποιό που θα ενσάρκωνε τον ακαταμάχητο πράκτορα. Σύμφωνα με τις διηγήσεις, ο Φούντας εμφανίστηκε αρνητικός αρχικά, αλλά πιέστηκε ακόμη και από τους ανθρώπους της Φίνος Φιλμς να περάσει από ένα δοκιμαστικό. Άλλωστε γνώριζαν καλά ότι μια τέτοια κίνηση δεν θα απογείωνε μόνο την καριέρα του Φούντα, αλλά και το ελληνικό σινεμά στο σύνολό του. Πάντα σύμφωνα με φήμες της εποχής , οι παραγωγοί που είχαν τότε τα δικαιώματα της σειράς ταινιών 007, έφτασαν σε δύο τελικούς υποψήφιους για τον ρόλο. Ο ένας ήταν ο Γιώργος Φούντας και ο άλλος ο Τζορτζ Λέιζενμπι. Ο Αυστραλός δεν είχε ούτε κατά διάνοια εμπειρία που να μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη του Έλληνα ηθοποιού, ο οποίος ήταν ήδη φτασμένος, γνωστός στο εξωτερικό και καταξιωμένος στην Ελλάδα, σε αντίθεση με εκείνον που ως τότε είχε παίξει μόνο σε διαφημίσεις, είχε όμως ένα μεγάλο ατού . Τα αγγλικά ήταν η μητρική του γλώσσα την ίδια ώρα που ο Φούντας γνώριζε απλά τα βασικά.
Τελικά επιλέχθηκε ο Τζορτζ Λέιζενμπι ο οποίος πρωταγωνίστησε στο «Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητας».