Η ιστορία συνοπτικά έχει ως εξής: Ο Σιδερής Πρίντεζης, παραγωγός του Δευτέρου Προγράμματος και ακούραστος και επίμονος ερευνητής του ανεκτίμητου οπτικοακουστικού θησαυρού που ονομάζεται αρχείο της ΕΡΤ, σε μια από τις αναδιφήσεις του στο τελευταίο ανακάλυψε τις πρώτες ηχογραφήσεις της Νάνας Μούσχουρη, με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) και στα στούντιο του τότε ΕΙΡ, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’50 μέχρι τις αρχές εκείνης του ’60 και πριν αρχίσει την δισκογραφική της διαδρομή. Είκοσι τέσσερις από αυτές τις ηχογραφήσεις συγκεντρώθηκαν και κυκλοφόρησαν στο τέλος της περυσινής χρονιάς σε διπλό CD, διπλό βινύλιο και ψηφιακά, μία σύμπραξη της Minos EMI με την ΕΡΤ που δανείστηκε ταιριαστά τον τίτλο της από την ταινία του Γούντι Αλεν “Radio Days”.
Η Νάνα Μούσχουρη είναι φυσικά η γνωστότερη διεθνώς Ελληνίδα ερμηνεύτρια αλλά και ένα από τα πλέον επιτυχημένα δισκογραφικά ονόματα όλων των εποχών σε όλο τον κόσμο. Θεωρώ χρήσιμο λοιπόν να ξεκινήσω κάνοντας όχι σύγκριση αλλά παραλληλισμό με μιαν άλλη γνωστή και καταξιωμένη διεθνώς Ελληνίδα, δηλαδή την Μελίνα Μερκούρη. Όχι συμπτωματικά ο παραλληλισμός αυτός θα γίνει με βάση μια κοινή παράμετρο για αμφότερες που ονομάζεται Μάνος Χατζιδάκις.
Η πρώτη μεγάλη δισκογραφική επιτυχία της Νάνας Μούσχουρη ήταν το “Χάρτινο Το Φεγγαράκι”, ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους Νίκου Γκάτσου που κυκλοφόρησε το 1958. Γράφτηκε για την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης του «Λεωφορείον Ο Πόθος» σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και είναι απολύτως ενδεικτικό της πλευράς του κορυφαίου συνθέτη που είχε επηρεαστεί από την μη ελληνική μουσική, τον Nino Rota τον οποίο θαύμαζε και εκτιμούσε τόσο και πηγαίνοντας πολύ πιο πίσω, μέχρι το μελωδικό επίσης ιταλικό μπαρόκ του Αντόνιο Βιβάλντι που του απέτισε φόρο τιμής αργότερα στο “Το Χαμόγελο της Τζοκόντας”. Αναμφίβολα αυτό είναι το signature tune της ερμηνεύτριας.
Αντίστοιχα η ηθοποιός Μελίνα Μερκούρη (που αξίζει να σημειωθεί ότι πρωταγωνιστούσε στην προαναφερθείσα παράσταση του Θεάτρου Τέχνης) ερμήνευσε για πρώτη φορά τραγούδι – και επίσης το ηχογράφησε – το 1960 στην ταινία «Ποτέ Την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν στην οποία ήταν πρωταγωνίστρια. Το «Τα Παιδιά Του Πειραιά» γράφτηκε από τον Μάνο Χατζιδακι (με τη συνδρομή του Γιώργου Ζαμπέτα στη σύνθεση του) σε δικούς του στίχους, ένα αυθεντικότατο και τυπικότατο ελληνικό λαϊκό τραγούδι που, συμπτωματικά ή μη, εξαρχής δεν άρεσε πολύ στον συνθέτη κα κατέληξε κυριολεκτικά να το απεχθάνεται. Αυτό όμως δεν το εμπόδισε να κερδίσει το Οσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού και σίγουρα είναι το πιο γνωστό διεθνώς ελληνικό τραγούδι όλων των εποχών. Προφανώς ήταν και αυτό που καταξίωσε σε όλο τον κόσμο και ως τραγουδίστρια την ήδη διάσημη και στην Ευρώπη ηθοποιό Μελίνα Μερκούρη, ήταν το δικό της signature tune.
Η Μελίνα Μερκούρη είχε ερμηνεύσει αρκετές φορές το “Χάρτινο Το Φεγγαράκι”, κάποιες από αυτές μόνο με τη συνοδεία του ίδιου του Μάνου Χατζιδάκι στο πιάνο. Οσο και αν το τόσο γοητευτικό ύφος της και ως τραγουδίστριας κατόρθωνε να κερδίζει τις εντυπώσεις αντικειμενικά η λεπταίσθητη φύση του κυριολεκτικά συντριβόταν κάτω από τον τόσο χαρακτηριστικό δυναμισμό και το μπρίο της ιδιοσυγκρασιακής ερμηνείας της.
Αντίθετα – από ό,τι τουλάχιστον γνωρίζω – η Νάνα Μούσχουρη, παρότι πολύ συχνά, κυρίως στις ζωντανές εμφανίσεις της αλλά και δισκογραφικά, ερμήνευε τραγούδια που είχαν ερμηνεύσει στην πρώτη εκτέλεση τους και κάνει επιτυχίες άλλοι και άλλες, δεν τραγούδησε ποτέ το “Τα Παιδιά Του Πειραιά”. Γιατί άραγε;
Αυτό έχει να κάνει με ένα από τα πολλά χαρίσματα του Μάνου Χατζιδάκι που τον καθιστούσαν έναν όχι μόνο κορυφαίο αλλά και πολύ σημαντικό δημιουργό. Επέλεγε τους ερμηνευτές και τις ερμηνεύτριες των τραγουδιών του όχι μόνο για την φωνή και τις δυνατότητες τους αλλά και για την προσωπικότητα τους. Γνώριζε από νωρίς, ήταν φίλος και πολύ κοντά στη Μελίνα Μερκούρη και για αυτό ήξερε πολύ καλά ότι η μεγαλοαστικής, αν όχι αριστοκρατικής, καταγωγής Κολονακιώτισσα ηθοποιός κουβάλαγε, εντός και εκτός της, αυτό που τουλάχιστον τότε λεγόταν “Ελλάδα”, από πράγματα της καθημερινότητας όπως το τάβλι και το ούζο (με τη συνοδεία φυσικά πολλών τσιγάρων!) μέχρι την μουσική «φωνή» της, το λαϊκό τραγούδι. Για αυτό και καμία άλλη δεν θα ήταν πιο κατάλληλη για το “Τα Παιδιά Του Πειραιά”, ακόμα και αν δεν έπαιζε καν στην ταινία.
Το ίδιο όμως (αν και η σχέση τους δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο τόσο στενή, υπήρξαν απλά καλοί συνεργάτες) ήξερε πολύ καλά και ποια ήταν η Νάνα Μούσχουρη, ένα κορίτσι από μια φτωχή οικογένεια και μια ανάλογη συνοικία του κέντρου της Αθήνας, το Κουκάκι. Ένα κορίτσι που το ίδιο, αν όχι και περισσότερο, με τα ελληνικά τραγούδια τα οποία άκουγε από το ραδιόφωνο αγαπούσε εκείνα που άκουγε, συχνά και “έβλεπε”, στις ξένες ταινίες της εποχής οι οποίες προβάλλονταν στον κινηματογράφο που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι της και ήταν ο χώρος εργασίας του πατέρα της ως μηχανικού προβολής.
Με την ενθάρρυνση και την υποστήριξη των γονέων της η μικρή Νάνα σπούδασε κλασικό τραγούδι στο Ωδείο Αθηνών αλλά το μυαλό της, όπως και οι επιρροές της, ήταν περισσότερο από όλα στην αμερικανική jazz. Ερμηνεύτρια αυτού του ιδιώματος ονειρευόταν να γίνει και αυτό την έκανε να ακούει περισσότερο και να προτιμά ακόμα και την “ελαφρά” ελληνική μουσική της εποχής και καθόλου την λαϊκή. Για αυτό και μόνον εκείνη από όλες τις νέες τότε γυναικείες ελληνικές φωνές θα μπορούσε να έχει ερμηνεύσει το “δυτικότροπο” “Χάρτινο Το Φεγγαράκι”.
Το ΕΙΡ έγινε ο πρώτος εργασιακός χώρος της Νάνας Μούσχουρη. Απέτυχε δύο φορές στις εξετάσεις του για νέους/ες ερμηνευτές και ερμηνεύτριες και το ότι επέτυχε την τρίτη το όφειλε στον Κώστα Γιαννίδη που την άκουσε μια από τις προηγούμενες και την συμβούλευσε να ερμηνεύσει ένα παραδοσιακό τραγούδι (διόλου συμπτωματικά αφού ως συνθέτης λόγιας μουσικής με το αληθινό όνομα του, Γιάννης Κωνσταντινίδης, ενέτασσε στην γραφή του πάρα πολλά στοιχεία της παραδοσιακής μουσικής μας χωρίς βέβαια να είναι μέρος, όπως εξάλλου και ο Νίκος Σκαλκώτας, της «εθνικής σχολής» του Μανώλη Καλομοίρη).
Πιο πριν όμως, όταν ακόμα σπούδαζε, πήγαινε συχνά μαζί με την μητέρα και την αδελφή της να παρακολουθήσει τις συναυλίες της Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής του ΕΙΡ στο Ζάππειο οι οποίες μεταδίδονταν ζωντανά. Σε αρκετές από αυτές συμμετείχε ως πιανίστας ο νεαρός τότε Μίμης Πλέσσας που έκανε κάτι σαν διαγωνισμό με έπαθλο μια επιτόπου ερμηνεία για όποιον/α τον κέρδιζε, έπαιζε δηλαδή την εισαγωγή ενός τραγουδιού και προσκαλούσε το ακροατήριο να το αναγνωρίσει. Όταν μια φορά έπαιξε το “Smoke Gets In Your Eyes” η Νάνα Μούσχουρη το αναγνώρισε αμέσως με αποτέλεσμα να βρεθεί για πρώτη φορά μπροστά σε μικρόφωνο.
Η γέννηση ενός διεθνούς φαινομένου.
Αρα υπό μιαν έννοια ο Μίμης Πλέσσας ήταν εκείνος που «ανακάλυψε» την Νάνα Μούσχουρη. Δεν είναι παράξενο λοιπόν ότι τα οκτώ πρώτα τραγούδια του “Radio Days” (πιθανόν και τα πρώτα που ηχογράφησε η ερμηνεύτρια στα στούντιο του ΕΙΡ) ήταν συνθέσεις του Μίμη Πλέσσα και μάλιστα δεν την συνόδευε η Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής αλλά το σχεδόν θρυλικό jazz κουαρτέτο του, το πρώτο “επίσημα” jazz σχήμα στην Ελλάδα.
Πριν ακόμα βρει την ιδανική ερμηνεύτρια των τραγουδιών του αυτού του είδους στο πρόσωπο και την φωνή της αείμνηστης Τζένης Βάνου ο συνθέτης που, ειδικά στην αρχή της διαδρομής του, πατούσε με…ενάμιση πόδι στην jazz και μόνο με το μισό στην ελληνική μουσική, συνεργάστηκε με την εντελώς άγνωστη ακόμα Νάνα Μούσχουρη. Αντίστοιχα όμως και εκείνη ξεκίνησε με τον πλέον κοσμοπολίτη Ελληνα δημιουργό. Δεν είναι συμπτωματικό ότι δεκαετίες αργότερα μια από τις πλέον επιτυχημένες δισκογραφικές συνεργασίες της θα ήταν με τον επιστήθιο φίλο του Μίμη Πλέσσα και επίσης με καταβολές πολύ περισσότερο στην jazz και γενικότερα την δυτική και όχι την ελληνική μουσική, τον σπουδαίο Γιώργο Χατζηνάσιο.
Τα ονόματα των συνθετών των υπολοίπων τραγουδιών του “Radio Days” είναι κάτι σαν λίστα όλων των εκλεκτών δημιουργών της ελληνικής “ελαφράς” μουσικής της δεκαετίας του ’50, ο παλαιότερος και μέγιστος Αττίκ και οι Γιάνης Σπάρτακος, Κώστας Γιαννίδης, Μιχάλης Σουγιούλ, Νίκυ Γιάκοβλεφ, Γεράσιμος Λαβράνος, Τάκης Μωράκης, Κώστας Κλάββας, Λέανδρος Κοκκόρης, Άκης Σμυρναίος, Χρήστος Χαιρόπουλος και Τάσος Βάμπαρης. Αυτό όμως που προκαλεί εντύπωση είναι το πολύ υψηλό επίπεδο ως προς κάθε παράμετρο αυτών των ηχογραφήσεων.
Η ερμηνεία της Νάνας Μούσχουρη και η απόδοση τόσο της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής του ΕΙΡ όσο και των μικρότερων συνόλων που την συνοδεύουν έχει να κάνει βέβαια με το ταλέντο και τις ικανότητες τους. Όμως η τεχνική αρτιότητα οφείλεται στους τότε ηχολήπτες του ΕΙΡ οι οποίοι στην κυριολεξία έκαναν θαύματα με μέσα που υπολείπονταν αρκετά ή και πολύ από εκείνα τα οποία διέθεταν οι ραδιοφωνίες άλλων, πιο προηγμένων αλλά και πλουσιότερων χωρών.
Το συνολικό τελικό αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές δεν απέχει από εκείνο των ηχογραφήσεων ερμηνευτών/ιών με ανάλογες ορχήστρες στις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό δείχνει το πόσο σοβαρή και ευσυνείδητη δουλειά γινόταν από αρκετούς ανθρώπους του πολιτισμού αλλά και του ραδιοφώνου στην ακόμα άκρως συντηρητική, με πάμπολλες οπισθοδρομήσεις και αγκυλώσεις, κατεστραμμένη από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και διαλυμένη μα και διχασμένη από τον εμφύλιο πόλεμο που είχε λήξει λιγότερο από δέκα χρόνια πριν Ελλάδα των μέσων της δεκαετίας του ’50.
Η διαδρομή της Νάνας Μούσχουρη είναι η ιστορία μιας ντροπαλής κοπέλας με τα χαρακτηριστικά γυαλιά της (η οποία, προς τιμήν της, ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την προτροπή ή και απαίτηση να τα βγάλει που σίγουρα της τέθηκε) που, ξεκινώντας από το Κουκάκι, κυριολεκτικά κατέκτησε τον κόσμο και αναδείχθηκε σε διεθνές φαινόμενο. Για να γίνει αυτό, εκτός από το ταλέντο που της δόθηκε απλόχερα, απαιτήθηκε πολύ σκληρή εργασία, κόπος, επιμονή, ήθος και μια αληθινά σπάνια ταπεινότητα, δυσανάλογη αλλά και ασυνήθιστη για ένα μέγεθος σαν το δικό της Το “Radio Days” δεν είναι παρά το ηχητικό ντοκουμέντο της γέννησης αυτού του φαινομένου.
Πηγή::https://www.ogdoo.gr/erevna/thema/nana-mouskouri-radio-days-minos-emi-ert-202402011109